26 Σεπτεμβρίου 1940. Στο Πορτ-Μπόου, μια μικρή συνοριακή πόλη της Ισπανίας, όπου δεσπόζει ο διεθνής σιδηροδρομικός σταθμός, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ακολουθώντας ένα μονοπάτι μέσα από τα Πυρηναία όρη καταλήγει μαζί με άλλους πολιτικούς πρόσφυγες, βρισκόμενος σε φυγή από την περασμένη άνοιξη όταν οι ναζί εισέβαλαν στη Γαλλία. Διέθετε βίζα για τις ΗΠΑ και επιπλέον τα απαραίτητα έγγραφα για να κινηθεί από Ισπανία σε Πορτογαλία. Δυστυχώς όμως, δεν διέθετε βίζα εξόδου από τη Γαλλία αφού εκδιδόταν από την φιλογερμανική κυβέρνηση του Βισύ και συνεπώς για τον Γερμανοεβραίο Μπένγιαμιν θα ισοδυναμούσε με παράδοση του στην Γκεστάπο. Η διαδρομή από το Μπανιούλ, ένα χωριό στο νότο της Γαλλίας κοντά στα σύνορα, ήταν αρκετά κουραστική γι΄αυτόν. Διαγνωσμένος με καρδιακή ανεπάρκεια, σταματούσε συνεχώς για να ξεκουράσει την καρδιά του. Μαζί του κουβαλούσε και μια βαλίτσα με πιο πολύτιμο περιεχόμενο το τελευταίο του χειρόγραφο, το «Passagen-Werk».
To Πορτ-Μπόου, αποτελούσε πέρασμα που κατείχε καθοριστικό ρόλο κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου με κορύφωση την εξορία σχεδόν μισού εκατομμυρίου ισπανών πολιτών και στρατιωτών προς τα γαλλικά σύνορα γνωστή ως «la Retirada». Στη συνέχεια, η επέλαση των Γερμανών στη Γαλλία αντιστρέφει τους όρους. Αρκετές χιλιάδες πρόσφυγες, κυρίως Εβραίοι, πέρασαν τα ισπανικά σύνορα ενώ ακολούθως εισήλθαν στην Πορτογαλία για να κατευθυνθούν από εκεί σε διάφορους προορισμούς. Ο Μπένγιαμιν, φθάνοντας λοιπόν στην κωμόπολη του Πορτ-Μπόου, πηγαίνει κατευθείαν στις αρχές, που μετά από έλεγχο θεωρούν ότι εισήλθε παράνομα στη χώρα με πρόσχημα την έλλειψη βίζας εξόδου από τη Γαλλία. Την ίδια στιγμή, μαζί με άλλους οδηγείται υπό αστυνομική επιτήρηση σε ξενοδοχείο της πόλης.
Το σχέδιο διαφυγής για τις ΗΠΑ φαντάζει πλέον ανέφικτο αφού πληροφορείται ότι την επομένη θα απελαθεί στη Γαλλία. Εκεί, το ίδιο βράδυ στο «Hotel de Francia», απέναντι στο ενδεχόμενο να καταλήξει στα χέρια των ναζί, παίρνει όλα τα χάπια μορφίνης που είχε μαζί του και αυτοκτονεί. Τραγική ειρωνεία αποτελεί το γεγονός ότι τελικά οι υπόλοιποι συνοδοιπόροι του σ’ αυτό -το μοιραίο γι’ αυτόν- ταξίδι, θα καταλήξουν ασφαλείς στη Λισαβώνα λίγες μέρες μετά.
Στη σκέψη του Μπενγιαμίν
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν τη δεδομένη στιγμή, θεωρεί πως γι’αυτόν η αυτοκτονία είναι μονόδρομος κι αυτό διαφαίνεται από το γράμμα που έδωσε στη Χέννυ Γκούρλαντ λίγο πριν πεθάνει:
«Σε αυτή την αδιέξοδη κατάσταση δεν έχω πλέον καμιά άλλη δυνατότητα παρά να την τερματίσω. Η ζωή μου θα βρει ένα τέλος σ’ ένα μικρό χωριό στα Πυρηναία, όπου κανείς δεν με ξέρει. Σας παρακαλώ να μεταφέρετε τις σκέψεις μου στον φίλο μου Αντόρνο και να του εξηγήσετε την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι. Δεν μου απομένει πλέον επαρκής χρόνος να γράψω όλα εκείνα τα γράμματα που θα ήθελα πολύ να έχω γράψει.»
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ανήκει στη γενιά των Γερμανοεβραίων διανοούμενων, των οποίων η σκέψη ωρίμασε τη δεκαετία 1920 επηρεαζόμενοι από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι εμπειρίες αυτής της γενιάς οδηγούν σ’ ενα ξέσπασμα, σ’ ένα αίσθημα απόγνωσης, δια μέσω των οποίων θεμελιώθηκε ένα έργο απαράμιλλης ποιότητας. Ο Μπένγιαμιν βλέπει, αλλά πάνω απ’ όλα παρατηρεί τον κόσμο μ’ ένα μοναδικό τρόπο. Το υπερβολικό του πάθος να συλλέγει κυρίως, παλιά βιβλία και παιχνίδια, τον οδήγησε ακολούθως στο να συλλέγει μανιωδώς θραύσματα της πραγματικότητας που τελικά καθίσταται ως η χαρακτηριστική μέθοδος του έργου του. Τα αμέτρητα αποσπάσματα που μαζεύει, οι μικροσκοπικές σημειώσεις που συγκεντρώνει σε σημειωματάρια και σε διπλωμένα χαρτάκια, τα οποία κουβαλάει συνέχεια στις τσέπες του, συνθέτουν τη κοσμοθεωρία του και ταυτόχρονα αποκτούν την ιδιότητα του αντικειμένου, που ο ίδιος ο Μπένγιαμιν αγαπούσε.
Ο «Μονόδρομος» που εκδίδεται το 1928 εισάγει ουσιαστικά την πρωτότυπη οπτική του Μπένγιαμιν, όπου με τη μορφή αποφθεγμάτων και στοχασμών θέτονται διάφορα φιλοσοφικά ερωτήματα. Επίσης, σηματοδοτείται στο έργο του η στροφή προς την ιστορία της νεωτερικότητας, της προόδου και ανάπτυξης μιας εποχής που στιγματίζεται από την άνοδο του φασισμού. Η πρόθεση του σ’ αυτή την εκπληκτική προσπάθεια, είναι να στοχαστεί σχετικά με τη θέση του ανθρώπου στην ιστορία με τέτοιο τρόπο ώστε αντισταθεί και να μην αφεθεί στο φασισμό. Ίσως, αυτό να αποδεικνύεται μέσα από τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, όπου παραμένοντας σταθερός στις αντιλήψεις του, αντιλαμβάνεται τη δική του θέση στην ιστορία και αρνείται με το θάνατο του, την παράδοση του στο φασισμό.
Ο ίδιος διατυπώνει στις «Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας» σχετικά:
Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στην οποία ζούμε είναι ο κανόνας. Θα πρέπει να φτάσουμε σε μια σύλληψη της Ιστορίας που να ανταποκρίνεται σ’ αυτή την κατάσταση. Τότε θα είναι οφθαλμοφανές το χρέος μας, να προκαλέσουμε ως συμβάν την αληθινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης: κάτι που θα ενισχύσει και τη θέση μας έναντι του φασισμού. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι οι αντίπαλοί του τον μάχονται εν ονόματι της προόδου ως ιστορικού κανόνα. Το να εκπλήσσεται κανείς ότι τα πράγματα που βιώνουμε είναι «ακόμη» δυνατά τον 20ο αιώνα δεν έχει τίποτε το φιλοσοφικό. Δεν είναι μια έκπληξη που αποτελεί την αφετηρία μιας γνώσης, εκτός κι αν πρόκειται για τη γνώση ότι δεν είναι έγκυρη η παράσταση της ιστορίας που τη γεννά.(3)
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ενδεχομένως να είναι περισσότερο γνωστός για το δοκίμιο του που κυκλοφόρησε το 1936 με τίτλο «Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής του αναπαραγωγιμότητας», στο οποίο εξετάζει μεταξύ άλλων τις πολιτικές χρησιμότητες που προσφέρει η μαζική παραγωγή της τέχνης. Ο Μπένγιαμιν ενέπνευσε αμέτρητους καλλιτέχνες και ίσως γι’αυτό το λόγο να θεωρείται από αρκετούς ο αγαπημένος θεωρητικός της τέχνης.
Σ’ αυτό πιθανόν να συνέβαλε η πολιτικοποίηση της τέχνης που προέκυψε τη δεκαετία του 1960 και που στην ουσία, κατά κάποιο τρόπο, ασπάζεται τις θέσεις του. Συγχρόνως όμως, εκτός από κριτικός και θεωρητικός της τέχνης, υπήρξε και στοχαστής, δοκιμιογράφος, ιστορικός, φιλόσοφος, μεταφραστής, όπως επίσης και δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός και συγγραφέας πειραματικών αφηγημάτων και ιστοριών για παιδιά.
Η μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα του στοχασμού του Βάλτερ Μπένγιαμιν καθορίζεται από την έντονη οπτική ποιότητα της σκέψης του. Στα αποσπασματικά κείμενα του και κυρίως στον «Μονόδρομο», κυριαρχούν οι εικόνες, όπου υιοθετεί τη τεχνική του υπερρεαλιστικού μοντάζ, τιτλοφορώντας τα αποσπάσματα εμπνευσμένος από το άπλετο υλικό που προσφέρει μια μεγαλούπολη μέσα από επιγραφές, ανακοινώσεις, διαφημίσεις και άλλα πολλά. Όμως ο Μπένγιαμιν δεν στοχεύει στην αναπαραστατική ιδιότητα των εικόνων με τη γραφή του, αλλά στην προοπτική ορισμού ενός διαλεκτικού στοχασμού μέσα από την αντιπαράθεση εικόνας και γραφής. Σ’ αυτό το σημείο συνίσταται η ιδιαιτερότητα της δημιουργικής παραγωγής του Μπένγιαμιν, όπου οι «διαλεκτικές εικόνες» προϋποθέτουν τις συνθήκες του τρόπου σκέψης του και αποτελούν το πιο σπουδαίο στοιχείο της μεθοδολογίας που ανέπτυξε για να κατανοήσει τη νεωτερικότητα της μεγαλοαστικής κοινωνίας. Μια μεθοδολογία που φθάνει στο αποκορύφωμα με το ατελές έργο του «Das Passagen-Werk», που η ιδέα του συλλαμβάνεται στο Παρίσι του 1927 και μέρος της χάνεται, στα άφαντα χειρόγραφα το Σεπτέμβριο του 1940.
Σημειώσεις:
1. Benjamin Walter, The Arcades Project, Belknap Press, 2002, Harvard University Press. Δική μουμετάφραση.
2. Μπένγιαμιν Βάλτερ, Μετάφραση Καλφόπουλος Κώστας, Grand Boulevard Walter Benjamin
3. Μπένγιαμιν Βάλτερ, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, Ουτοπία, 1983.
Βοηθήματα:
1. Ανδρικοπούλου Νέλλη, Εισαγωγή-Μετάφραση, Μπένγιαμιν Βάλτερ, Μονόδρομος, Εκδόσεις Άγρα, 2004.
2. Καρυδάς Δημήτρης και Σταυρίδης Σταύρος, Επίμετρο, Μπένγιαμιν Βάλτερ, Μονόδρομος, Εκδόσεις Άγρα, 2004.
3. Mauas David, Qui va matar Walter Benjamin, Documental, Medianimancion, Milagros Produccions, TVC, Nik Media, 2005.